Και σου έλεγα ρε μάνα… βρείτε μια παρέα, χειραφετηθείτε, πηγαίνετε δικές σας διακοπές. Ή , ασ’ τον πατέρα ήσυχο να μαστορέψει και να φασουλοφιλοσοφήσει, πιες ένα καφεδάκι παραπάνω άνευ λόγου και αιτίας, με άλλα πρόσωπα, έξω από την έδρα σου…
Μη στοχοπροσηλώνεις τους οικιακούς κουταλάτους νες- καφέ σου στη λίγη τηλεόραση, στο φαγητό της επόμενης μέρας, στη σφουγγαρίστρα και στο σίδερο… Τι το πήρες τόσο στα σοβαρά το «τις σχέσεις σου μην τις εξευτελίζεις μέσα στου κόσμου την πολύ συνάφεια…»; Δε γράφτηκε για σένα… Φτάνει που πρωτοείδες θάλασσα στα 17 σου και είπες: «Πω- πω οινόπνευμα!»
Τίποτα εσύ. Ήθελες ν’ αγιάσεις πληρώνοντας φροντιστήρια και φιλοτεχνώντας τσακίσεις. Ερήμην σου σε πλαστογραφούσε το άδειο καλούπι των ρέμπελων Ελλήνων που σαν τζιτζίκια εξασκούν το «όσα έρθουν κι όσα πάνε» σε ένα μόνιμο καλοκαίρι… Έκοβε τσέκια με την υπογραφή σου όπισθεν. Την είχε πλαστογραφήσει από τις λίγες και καθαρές συναλλαγές σου με το δημόσιο…
Πήγαινες κι ερχόσουν στη δουλειά πάντοτε πεντακάθαρη αλλά με χαρακτηριστικά λίγες καλοσεταρισμένες αλλαξιές. Είχες κι ένα ποδήλατο- ιδεολογία που το ρόλαρες καμαρωτή και μένα μου φαινόσουνα σκέτο οξύμωρο. Μια τόσο μετρημένη γυναίκα πάνω σε δυο ρόδες και τα μαλλιά της να ανεμίζουνε… Σε διάφορες φάσεις, όταν η οικογένεια ζορίστηκε, βρέθηκες με οικονομίες και γκρίνιαξες δήθεν που τις διέθεσες.
Ήσουνα πάντα της γραμμής: «να μην πουλάμε…, να αγοράζουμε». Έτσι μου αγόρασες κι ένα μικρό, παλιό φοιτητικό που σύντομα απόσβεσε την οικονομική τιμή του. «Για να μην έχεις ιδιοκτήτη στο κεφάλι σου… Είναι αλλιώς…». Η καλύτερή σου φίλη ήτανε η μάνα σου παρότι δεν της τα έλεγες και όλα. Για να μην τη στεναχωρήσεις. Εκείνη όμως σε ξάφνιαζε με τις πολιτικές της γνώσεις… Σκοτωμένα ονόματα, λάθος ημερομηνίες αλλά από ουσία όλα τα έπιανε…
Ευτυχώς συγχωρέθηκε η γιαγιά πριν φτάσουμε σ’ αυτές τις εσχατιές του τόπου. Θα τα είχε μάθει απ’ την ανταριασμένη της τηλεόραση, δια στόματος Αυτιά και θα ’χε πεθάνει δεκαπλάσιες φορές περιμένοντας να βγουν τα υψηλά προσώπατα απ’ τις τηλεδιασκέψεις. Όταν πήρες σύνταξη σε πείραξε πολύ και γέρασες απότομα αλλά και πάλι η μέρα δε σου έφτανε. Ζάλιζες τις γλάστρες αλλάζοντάς τους γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Μετά, ήρθανε τα εγγόνια σου κι άρχισες να παραφουσκώνεις γυαλιστερές τσάντες με δώρα. Η μόνη σου σπατάλη. Και πάντα οι συναντήσεις έληγαν μ’ ένα φακελάκι ολίγων μετρητών για μένα παρότι γιατρός δεν έγινα. «Επειδή στην Αθήνα η ζωή είναι ακριβή κι όλα τα πληρώνετε από την τσέπη σας…»
Προχθές έλαβες το ραβασάκι από την εφορία. Την πρώτη φορά που σου έκοψαν τη σύνταξη, σε πείραξε αλλά έκανες πως τίναξες την ενόχληση απ’ το μπράτσο σου, σα να’ τανε μυγάκι. Ετούτη τη φορά, μετά από μια τέτοια ζωή, θίχτηκες πολύ. Όπως μου είπες στο τηλέφωνο, κάθισες στα σκαλιά του σπιτιού μας που το τελειώσατε με τόσες δυσκολίες και έβαλες τα κλάματα. Μου το είπες στο τηλέφωνο και σου έβαλα τις φωνές. Σου είπα να μην κλαις γιατί η κυρία Μπακογιάννη δεν τους μπορεί τους μελοδραματισμούς. Της δίνουνε στα νεύρα. Πολύ φοβάμαι ότι σήμερα το πρωί, θα πήγες ήδη και θα πλήρωσες. Δε σου άρεσε ποτέ να καθυστερείς…
Μη στοχοπροσηλώνεις τους οικιακούς κουταλάτους νες- καφέ σου στη λίγη τηλεόραση, στο φαγητό της επόμενης μέρας, στη σφουγγαρίστρα και στο σίδερο… Τι το πήρες τόσο στα σοβαρά το «τις σχέσεις σου μην τις εξευτελίζεις μέσα στου κόσμου την πολύ συνάφεια…»; Δε γράφτηκε για σένα… Φτάνει που πρωτοείδες θάλασσα στα 17 σου και είπες: «Πω- πω οινόπνευμα!»
Τίποτα εσύ. Ήθελες ν’ αγιάσεις πληρώνοντας φροντιστήρια και φιλοτεχνώντας τσακίσεις. Ερήμην σου σε πλαστογραφούσε το άδειο καλούπι των ρέμπελων Ελλήνων που σαν τζιτζίκια εξασκούν το «όσα έρθουν κι όσα πάνε» σε ένα μόνιμο καλοκαίρι… Έκοβε τσέκια με την υπογραφή σου όπισθεν. Την είχε πλαστογραφήσει από τις λίγες και καθαρές συναλλαγές σου με το δημόσιο…
Πήγαινες κι ερχόσουν στη δουλειά πάντοτε πεντακάθαρη αλλά με χαρακτηριστικά λίγες καλοσεταρισμένες αλλαξιές. Είχες κι ένα ποδήλατο- ιδεολογία που το ρόλαρες καμαρωτή και μένα μου φαινόσουνα σκέτο οξύμωρο. Μια τόσο μετρημένη γυναίκα πάνω σε δυο ρόδες και τα μαλλιά της να ανεμίζουνε… Σε διάφορες φάσεις, όταν η οικογένεια ζορίστηκε, βρέθηκες με οικονομίες και γκρίνιαξες δήθεν που τις διέθεσες.
Ήσουνα πάντα της γραμμής: «να μην πουλάμε…, να αγοράζουμε». Έτσι μου αγόρασες κι ένα μικρό, παλιό φοιτητικό που σύντομα απόσβεσε την οικονομική τιμή του. «Για να μην έχεις ιδιοκτήτη στο κεφάλι σου… Είναι αλλιώς…». Η καλύτερή σου φίλη ήτανε η μάνα σου παρότι δεν της τα έλεγες και όλα. Για να μην τη στεναχωρήσεις. Εκείνη όμως σε ξάφνιαζε με τις πολιτικές της γνώσεις… Σκοτωμένα ονόματα, λάθος ημερομηνίες αλλά από ουσία όλα τα έπιανε…
Ευτυχώς συγχωρέθηκε η γιαγιά πριν φτάσουμε σ’ αυτές τις εσχατιές του τόπου. Θα τα είχε μάθει απ’ την ανταριασμένη της τηλεόραση, δια στόματος Αυτιά και θα ’χε πεθάνει δεκαπλάσιες φορές περιμένοντας να βγουν τα υψηλά προσώπατα απ’ τις τηλεδιασκέψεις. Όταν πήρες σύνταξη σε πείραξε πολύ και γέρασες απότομα αλλά και πάλι η μέρα δε σου έφτανε. Ζάλιζες τις γλάστρες αλλάζοντάς τους γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Μετά, ήρθανε τα εγγόνια σου κι άρχισες να παραφουσκώνεις γυαλιστερές τσάντες με δώρα. Η μόνη σου σπατάλη. Και πάντα οι συναντήσεις έληγαν μ’ ένα φακελάκι ολίγων μετρητών για μένα παρότι γιατρός δεν έγινα. «Επειδή στην Αθήνα η ζωή είναι ακριβή κι όλα τα πληρώνετε από την τσέπη σας…»
Προχθές έλαβες το ραβασάκι από την εφορία. Την πρώτη φορά που σου έκοψαν τη σύνταξη, σε πείραξε αλλά έκανες πως τίναξες την ενόχληση απ’ το μπράτσο σου, σα να’ τανε μυγάκι. Ετούτη τη φορά, μετά από μια τέτοια ζωή, θίχτηκες πολύ. Όπως μου είπες στο τηλέφωνο, κάθισες στα σκαλιά του σπιτιού μας που το τελειώσατε με τόσες δυσκολίες και έβαλες τα κλάματα. Μου το είπες στο τηλέφωνο και σου έβαλα τις φωνές. Σου είπα να μην κλαις γιατί η κυρία Μπακογιάννη δεν τους μπορεί τους μελοδραματισμούς. Της δίνουνε στα νεύρα. Πολύ φοβάμαι ότι σήμερα το πρωί, θα πήγες ήδη και θα πλήρωσες. Δε σου άρεσε ποτέ να καθυστερείς…
Γράφει η Φοβοτομημένη για το topontiki.gr