Γεννημένος στις 10 Μαΐου του 1905 στην Άνω Χώρα της Σύρου, ο Βαμβακάρης άφησε πίσω του τη χιλιοτραγουδισμένη «Φραγκοσυριανή» αλλά και περίπου άλλα 200 τραγούδια που αποτελούν θεμελιώδες κεφάλαιο στην ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού....
Παιδί πολύτεκνης και φτωχής οικογένειας καθολικών, από παιδί αναγκάζεται να εργαστεί για να συνεισφέρει στην επιβίωση της οικογένειάς του ενώ γύρω στα 13 του μπάρκαρε ως λαθρεπιβάτης για την Αθήνα. Έκανε ότι δουλειά βρέθηκε στο δρόμο του προκειμένου να επιβιώσει: γαιανθρακεργάτης, χαμάλης, εκδορέας στα σφαγεία. Έρχεται σε επαφή με τους τεκέδες και τον κόσμο τους, όπου και ακούει έναν φημισμένο οργανοπαίχτη να παίζει μπουζούκι, κάτι που θα αλλάξει την πορεία της ζωής του. «...άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκαλα στο μαγαζί…» έγραψε ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του.
Και έτσι έγινε, μέσα σε διάστημα έξι μηνών έμαθε μπουζούκι μόνος του και σύντομα γράφει τραγούδια δικά του. Την ίδια εποχή παντρεύεται για α’ φορά αλλά ο γάμος δεν θα έχει μεγάλη ζωή. Το 1933 είναι ο πρώτος που ηχογραφεί τραγούδι με μπουζούκι, το Καραντουζένι στην ODEON. To 1934 δημιουργεί μαζί με τους φίλους του, Γιώργο Μπάτη, Ανέστη Δελιά και Στράτο Παγιουμτζή το πρώτο συγκρότημα με μπουζούκια.
Η ξακουστή τετράς του Πειραιά προσελκύει πλήθος κόσμου και η φήμη του Βαμβακάρη έχει ήδη εδραιωθεί. Μετά από μια επίσκεψη στην Σύρο γράφει την Φραγκοσυριανή, το διασημότερο τραγούδι του, το οποίο όμως έγινε γνωστό 25 χρόνια αργότερα, όταν το τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ' ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν..... Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα: Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά Λες και μάγια μου΄χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά... Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή», έγραψε ο ίδιος για τη Φραγκοσυριανή.
Με την δικτατορία Μεταξά, πρέπει να προσαρμόσει τα τραγούδια του για να αποφύγει τη λογοκρισία και ταξιδεύει σε όλη την Ελλάδα για να βγάλει με το μπουζούκι του τα προς το ζην. Η φήμη του προηγείται του ιδίου και υπάρχει αναφορά για 50.000 θεατές σε συναυλία του στην Θεσσαλονίκη. Κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ερμηνεύει τραγούδια προσαρμοσμένα για την περίσταση. Το φοβερό 1942 με τη γερμανική Κατοχή, ο Βαμβακάρης παντρεύεται για β’ φορά και αποκτά 5 παιδιά, από τα οποία θα επιζήσουν τα τρία.
Η δεκαετία του 1950 είναι σκληρή για τον Μάρκο Βαμβακάρη, ο οποίος εκτός από τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, βρίσκεται στο περιθώριο της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας ως προϊόν ξεπερασμένο. Την ίδια εποχή αφορίζεται από την Καθολική Εκκλησία για τον β’ γάμο του (ο αφορισμός ακυρώθηκε το 1966). Μπορεί στην Αθήνα να μην υπάρχει ενδιαφέρον από τις δισκογραφικές και τα κέντρα, στην Σύρο όμως, όπου εμφανίζεται ο Βαμβακάρης γίνεται το αδιαχώρητο.
Στα μέσα της δεκαετίας, με πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, η δισκογραφική Columbia προχωρά στην κυκλοφορία των τραγουδιών του Βαμβακάρη τραγουδισμένα τόσο από τον ίδιο όσο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, Στράτος Διονυσίου κ.α. Το 1960, ξεκινά η «δεύτερη» καριέρα του όπως είπε ο ίδιος. Του δίνεται εκ νέου η ευκαιρία να δουλέψει και πάλι σε λαϊκά πάλκα, και να δώσει συναυλίες.
Η συναυλία του στο θέατρο «Κεντρικό» είναι το αποκορύφωμα και η βιωματική στιχουργική του Μάρκου παραδίδει τη στιγμή στην ιστορία: «Μπουζούκι μου ποιός τόλπιζε στα τόσα μεγαλεία, στο θέατρο το κεντρικό να δώσεις συναυλία». Ο Μάρκος Βαμβακάρης έφυγε από τη ζωή στις 8 του Φλεβάρη του 1972, σε ηλικία 66 ετών, στο σπίτι του στην Κοκκινιά. Σήμερα θεωρείται αν όχι η σημαντικότερη, μία από τις κορυφαίες μορφές του ρεμπέτικου τραγουδιού.
tvxs.gr